καλαμίζω

καλαμίζω
(Α καλαμίζω) [κάλαμος]
νεοελλ.
1. ξετυλίγοντας το νήμα από την ανέμη τό περιτυλίγω στα καλάμια, δηλ. στα μασούρια, πηνίζω, μασουρίζω
2. μαζεύω τα καλάμια τών σταχιών
αρχ.
φυσώ τον κάλαμο, παίζω αυλό κατασκευασμένο από καλάμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλαμίζων — καλαμίζω pipe on a reed pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαλάμιστος — η, ο [καλαμίζω] ο ακαλάμιαστος …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • καλάμισμα — το [καλαμίζω] η περιτύλιξη τού νήματος σε καλάμια, δηλ. μασούρια, το μασούρισμα …   Dictionary of Greek

  • καλάμιστρο — το [καλαμίζω] μεταλλικό κυλινδρικό εργαλείο που χρησίμευε για κατσάρωμα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”